Η μικρασιάτικη Λάμψακος ήταν ένα μικτό χωριό Ελλήνων και Τούρκων, που ζούσαν από την αναπτυγμένη γεωργία και κτηνοτροφία. Η Λάμψακος ήταν σχετικά απομονωμένη από το ελληνικό στοιχείο αφού βρισκόταν στην επαρχία Λαμψάκου και είχε γύρω της μόνο τούρκικα χωριά. Οι Έλληνες του χωριού υπάγονταν εκκλησιαστικά στην Μητρόπολη Δαρδανελλίων, με έδρα τα Δαρδανέλλια (Τσανάκαλε). Τα Δαρδανέλια ήταν αρκετά μακριά, 6 ώρες με την άμαξα, οπότε οι Έλληνες είχαν περισσότερες συναλλαγές με το ελληνικό στοιχείο της Καλλίπολης, η οποία βρισκόταν στην απέναντι όχθη του στενού του Ελλησπόντου, μόλις 20 λεπτά με την βάρκα.
Όπως σε όλες τις μικρασιατικές πολεις έτσι και στην Λάμψακο ήταν πλήρης ο διαχωρισμός των Ελλήνων από τον τούρκικο πληθυσμό, τουλάχιστον όσο αφορά τις κατοικίες τους. Ο ελληνικός ρωμιομαχαλάς βρίσκοταν κοντά στην παραλία. Ο τουρκομαχαλάς ήταν σχεδόν διπλάσιος από τον ελληνικό και βρίσκοταν στην εσωτερική περιοχή και προς την ανατολική πλευρά.
Στο κέντρο της πόλης βρισκόταν η κεντρική πλατεία, που είχε δύο χάνια και καφενεία και εκεί σύχναζαν αποκλειστικά οι Τούρκοι. Γύρω από την πλατεία απλώνονταν η αγορά της Λαμψάκου, στην οποία υπήρχαν ανάμικτα μαγαζιά Ελλήνων και Τούρκων. Οι Έλληνες είχαν τα ηνία του εμπορίου στην πόλη. Όπως και σε όλη την Μ. Ασία οι Έλληνες συνήθως ήταν φουρνάρηδες, τσαγκάρηδες, χτίστες και γενικά είχαν την αποκλειστικότητα σε όλα τα μικροεπαγγέλματα. Οι Τούρκοι δούλευαν κυρίως στα χωράφια των μεγαλοκτήμονων Τούρκων, οι οποίοι ζούσαν στην Κων/πολη και παραθέριζαν στο χωριό τους την Λάμψακο μόνο το καλοκαίρι.
Οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ήταν πολύ αρμονικές.